- γυμνός
- γυμνόςnakedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό 1. αυτός που δε φοράει ρούχα, γδυτός, ακάλυπτος: Της αρέσει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα γυμνή. 2. μτφ., ο φτωχός, ο άδειος: Το δωμάτιό μου είναι γυμνό γιατί δεν αγόρασα ακόμα έπιπλα. 3. χωρίς βλάστηση, άδεντρος: Γυμνός λόφος. 4. το ουδ. ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γυμνὸς ὡς ἐκ μητρός. — γυμνὸς ὡς ἐκ μητρός. См. В чем мать родила … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γυμνότερον — γυμνός naked adverbial comp γυμνός naked masc acc comp sg γυμνός naked neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνόν — γυμνός naked masc acc sg γυμνός naked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνότατα — γυμνός naked adverbial superl γυμνός naked neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναῖς — γυμνός naked fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναῖσιν — γυμνός naked fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναί — γυμνός naked fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνοτάτοις — γυμνός naked masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)